- φοροτεχνικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε διάφορα τεχνικά θέματα τα οποία αφορούν την καταβολή και την είσπραξη τών φόρων2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η φοροτεχνικόςα) επαγγελματίας που συντάσσει φορολογικές δηλώσεις, υπομνήματα και προσφυγές προς αρμόδιες φορολογικές υπηρεσίεςβ) υπάλληλος τών φορολογικών αρχών, αρμόδιος για τη βεβαίωση τού φόρου και τον έλεγχο τής φορολογικής δήλωσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < φόρος + τεχνικός].
Dictionary of Greek. 2013.